Έτρεχε
μέσα στο δάσος σαν να τον κυνηγούσαν. Είχε ξεφύγει από τους όμοιους του και τα
δίποδα τέρατα. Τους είχε ξεφύγει έτσι κι αλλιώς, εδώ και πολύ καιρό. Το τοπίο εναλλασσόταν
σύμφωνα με τις εποχές του χρόνου. Στα δάση, στα λιβάδια, στα βουνά που
τριγυρνούσε, οι μυρωδιές, τα χρώματα, τα σχήματα και οι σκιές, τον έκαναν σαν
να πετάει λίγα εκατοστά από το έδαφος.
Ήταν
ελεύθερος, δυνατός, όμορφος, με άσπρο τρίχωμα και κάλπαζε σαν τον άνεμο. Τα
μάτια του ήταν γαλάζια σαν του ουρανού και διάφανα σαν το γάργαρο νερό μιας
πηγής. Οι μύθοι, οι κατάρες των δίποδων δεν τον ενοχλούσαν πια, δεν μπορούσαν
ούτε καν να τον αγγίξουν, εκεί στα παρθένα μέρη που βρισκόταν. Είχε ακούσει για
ένα μέρος που όλα τα πλάσματα ζούσαν αρμονικά μεταξύ τους, συντροφικά, και είχε
ξεκινήσει για να το βρει.
Στην
αγέλη στην οποία ήταν παλιά, δε μπορούσε να προσαρμοστεί. Τον ενοχλούσε γενικά
η έννοια του κοπαδιού. Εκείνος δεν ήθελε να μαλώνει με άλλα αρσενικά για να κυριαρχήσει
στην ιεραρχία της αγέλης, αν και είχε τα προσόντα. Δεν ήθελε να μονομαχεί με
άλλα αρσενικά για τα μάτια μιας θηλυκιάς. Εκείνος πίστευε σε άλλες θεωρίες.
Πίστευε και πιστεύει. Τις έκανε πράξη ξεκινώντας για αυτό το ταξίδι. Είχε
ακούσει για ένα μέρος που κανένα πλάσμα δε θα πονούσε, κανένα πλάσμα δε θα
τρεφόταν από τη μυρουδιά του αίματος και της ξεσκισμένης σάρκας. Είχε ξεκινήσει
για να το βρει εδώ και πολλά χρόνια.
Στην
αναζήτηση του αυτή, είχε κάνει πολλούς φίλους. Έτρεχε μαζί με τα ελάφια στα
λιβάδια και προσπαθούσε να τα παραβγεί στη χάρη και στη σβελτάδα. Πάλευε μαζί
με τα μικρά παιχνιδιάρικα αρκουδάκια και τα προκαλούσε να συνεχίσουν το
παιχνίδι σαν μικρό όμοιο τους πλασματάκι. Ο καλύτερος του φίλος όμως ήταν ένα
αέρινο πλάσμα που του είχε κάνει πραγματική εντύπωση και όποτε το έβλεπε, το
χάζευε για ώρες να πετά, μέχρι να εξαφανιστεί στον ορίζοντα. Το ζήλευε, όχι
μοχθηρά, αλλά γιατί ένιωθε στα μάτια του και στο πέταγμα του την έννοια της ουσιαστικής
ελευθερίας.
Όλο
αυτό τον καιρό, δεν έτρωγε σάρκες και αίμα, αλλά ότι του πρόσφερε η μητέρα Φύση
στο πράσινο τραπέζι της. Καρπούς και βότανα, αγριόχορτα και μύκητες. Στην ουσία
δεν είχε γνωρίσει ποτέ τη μυρουδιά του αίματος, μόνο εκείνη την πρώτη φορά, που
του ήρθε αναγούλας και την απέρριψε. Δεν ήταν αρπακτικό. Πολλές φορές στο
παρελθόν είχε αναρωτηθεί τι ήταν. Ο θύτης ή το θήραμα. Τώρα πια ήξερε. Με το
που απογαλακτίστηκε, είχε φύγει κιόλας. Είχε κάνει πράξη ήδη, αυτό που πήγαινε
να βρει. Για να είναι έτοιμος για την παρέα αυτής της αρμονικής συντροφιάς.
Το ίδιο
έκανε και ο καλύτερος του φίλος, που κατοικούσε, σαν σε κάστρο, σε απάτητες
βουνοκορφές. Είχε απαρνηθεί κι αυτός τη σάρκα και τρεφόταν με το πράσινο χαλί
της Φύσης. Τον θαύμαζε για το πέταγμα του και την αέρινη ομορφιά του. Το πόσο
αθόρυβα έσκιζε τον ουρανό και πως με εκπληκτική ταχύτητα και μαεστρία, εντόπιζε
από μίλια μακριά, τους δικούς του φίλους, τους λαγούς και τους μικρούς αμνούς.
Ήταν
πανσέληνος και εκείνος τραγουδούσε, πότε λυπητερά και πότε εύθυμα, βγάζοντας
μακρόσυρτα ουρλιαχτά. Τραγούδια στον δικό του μοναδικό σκοπό, όπως κάθε φορά
που το φεγγάρι έλουζε με το λαμπερό φως του τον τόπο ένα γύρω. Το αέρινο
πλάσμα τον είχε ακούσει από μίλια μακριά κι αυτή η διαφορετική εναλλαγή εύθυμου
και λυπητερού, τραγουδιού - ουρλιαχτού, τον έκανε να πάει να τον βρει, μια
μέρα
που οι δυνάμεις τις Φύσης είχαν ξεχυθεί σαν λαίλαπα στον τόπο, λες και ήθελαν
να τον καθαρίσουν από τη τόση βρωμιά που είχε.
Εκείνο
το βράδυ λοιπόν, όταν καταλάγιασε η μανία της Φύσης και κάτω από το φως του
φεγγαριού, όταν πρωτοσυναντήθηκαν ο ένας είπε στον άλλον για το μακρινό μέρος
που και οι δύο είχαν ακούσει αλλά και πραγματικά πίστευαν πως υπάρχει, σαν από
ένστικτο, από τις δικές τους εμπειρίες. Ο ένας έκανε παρέα στον άλλο αμίλητα
και σιωπηλά, για ώρες πολλές, μέχρι που χάθηκε το φεγγάρι και ήρθε η αυγή. Μέχρι που είδε ο ένας στα μάτια του άλλου, τη
σημαίνει αλήθεια. Έδωσαν όρκο παντοτινής φιλίας και είδαν το αίμα τους να ρέει,
στις κομμένες φλέβες τους όταν ένωσαν τα άκρα τους.
Έψαχναν
μαζί πια εκείνο το μέρος, που οι λέξεις κυριαρχία, επιβολή και θάνατος δεν
υπήρχαν. Αλλά οι λέξεις αρμονία, συντροφικότητα και ζωή, επικρατούσαν. Αυτό
τους έμοιαζε σαν παραμύθι, αλλά για αυτούς είχε γίνει αυτοσκοπός. Είχαν βρεθεί
ξανά μαζί, σαν να μη είχαν χαθεί ποτέ και σαν να ήταν ένα πια, από ουρανό και
γη, συνέχιζαν την αέναη αναζήτηση στο χρόνο…
Εκείνο
το πρωί πετάχτηκε όρθιος σαν ελατήριο πριν την καθιερωμένη ώρα. Σαν να αισθάνθηκε
πως κάποιος ήταν στο παράθυρο και περίμενε να μπει. Σηκώθηκε, γύρισε και είδε
το άδειο του διπλό κρεβάτι και χαμογέλασε. Πήγε στη τουαλέτα να ρίξει λίγο
δροσερό νερό στο πρόσωπο του. Μπροστά στον καθρέφτη, χάιδεψε το πηγούνι του με
τα σκληρά γένια του να το περιτριγυρίζουν, χάιδεψε τα μαλλιά του που πριν λίγο καιρό
είχαν αρχίσει να ασπρίζουν και πήγε ξανά στο δωμάτιο του. Αφουγκράζεται την
ησυχία του χώρου και πηγαίνει ενστικτωδώς προς το παράθυρο. Ανοίγει το εξώφυλλο
και γεμίζει με χαρά και ευεξία. Ένα χαμόγελο ψυχής ζωγραφισμένο στα χείλη να τα
χαϊδεύει, όταν μια ηλιαχτίδα της ανατολής του σκάει ένα ζεστό φιλί στο πρόσωπο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου