Ρατσισμός; Όχι ευχαριστώ· δεν θα πάρω! Είμαστε όλοι Διαφορετικοί. Είμαστε όλοι Ίσοι.
Έτρεξε
έξω σαν τρελός. Πήρε τους δρόμους μέχρι να ξελαμπικάρει από το σοκ. Ο πατέρας
του για δεύτερη φορά μέσα σε δυο μήνες σήκωσε το χέρι του να τον χτυπήσει. Ήταν
δυνατό παλικάρι με αξιοπρέπεια και δε θα μπορούσε να το αφήσει αναπάντητο, κι
έτσι έκανε το καλύτερο: σηκώθηκε κι έφυγε βρίζοντας. Χωρίς να δώσει άλλη συνέχεια.
Έτσι κι αλλιώς το είχε ξανακάνει. Ήταν φθινόπωρο, έβρεχε απέξω. Και το κεφάλι
του πήγαινε να σπάσει από τη στεναχώρια.
Πήγε πήρε το φίλο του και πήγανε να παίξουν μπιλιάρδο στο γνωστό τους στέκι. Δεν του είπε τίποτα, αλλά αισθάνθηκε πως ο άλλος τα είχε καταλάβει όλα. Εξάλλου πέντε χρόνια κολλητοί ήταν. Ήξερε.
Πήγε πήρε το φίλο του και πήγανε να παίξουν μπιλιάρδο στο γνωστό τους στέκι. Δεν του είπε τίποτα, αλλά αισθάνθηκε πως ο άλλος τα είχε καταλάβει όλα. Εξάλλου πέντε χρόνια κολλητοί ήταν. Ήξερε.
Είχε πάρει
την απόφαση του. Θα έφευγε από το σπίτι, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Δε μπορούσαν
να συμφωνήσουν σε τίποτα. Το ήθελε απελπιστικά πολύ. Ήταν σα να πετούσε πάνω
στη σκηνή. Ήταν σα να πήγαινε σε άλλη διάσταση. Που να του έλεγε και το άλλο.
Άσε που νόμιζε πως το είχαν υποψιαστεί. Πως το είχαν καταλάβει. Η μάνα του
σίγουρα.
Ο Φάνης. Που να ήταν ο Φάνης τώρα; Τον αγαπούσε πολύ. Όσο δεν είχε αγαπήσει τίποτα άλλο στη ζωή του. Στα δεκαεννιά του ήξερε πια τι ήθελε. Ακόμα και ο Αλέκος το είχε πια καταλάβει. Πέντε χρόνια ήταν μαζί· κολλητή παρέα. Ήξερε.
Ο Φάνης έμενε στο νησί. Μακριά, αλλά βλεπόντουσαν σίγουρα Πάσχα, καλοκαίρι, και όποτε είχαν φράγκα και χρόνο για ταξίδια και για κοπάνες από τις δουλειές τους και τις πρώιμες υποχρεώσεις τους. Ο Μάριος πάλευε σε μια αποθήκη, για το φοιτητικό του χαρτζιλίκι. Ενώ ο Φάνης το παιδί για όλες τις δουλειές, σε ένα ξενοδοχείο στο νησί στα εικοσιένα του χρόνια. Μόλις είχε τελειώσει το στρατό, ενώ ο άλλος λόγω αναβολών θα έφευγε πολύ σύντομα, αλλά για λίγο διάστημα μιας και ο πατέρας του λόγω αναπηρίας θα είχε μειωμένη θητεία.
Ο Φάνης. Που να ήταν ο Φάνης τώρα; Τον αγαπούσε πολύ. Όσο δεν είχε αγαπήσει τίποτα άλλο στη ζωή του. Στα δεκαεννιά του ήξερε πια τι ήθελε. Ακόμα και ο Αλέκος το είχε πια καταλάβει. Πέντε χρόνια ήταν μαζί· κολλητή παρέα. Ήξερε.
Ο Φάνης έμενε στο νησί. Μακριά, αλλά βλεπόντουσαν σίγουρα Πάσχα, καλοκαίρι, και όποτε είχαν φράγκα και χρόνο για ταξίδια και για κοπάνες από τις δουλειές τους και τις πρώιμες υποχρεώσεις τους. Ο Μάριος πάλευε σε μια αποθήκη, για το φοιτητικό του χαρτζιλίκι. Ενώ ο Φάνης το παιδί για όλες τις δουλειές, σε ένα ξενοδοχείο στο νησί στα εικοσιένα του χρόνια. Μόλις είχε τελειώσει το στρατό, ενώ ο άλλος λόγω αναβολών θα έφευγε πολύ σύντομα, αλλά για λίγο διάστημα μιας και ο πατέρας του λόγω αναπηρίας θα είχε μειωμένη θητεία.
Τι να
πρωτοπεί στους δικούς του; Μόνο η αδελφή του ήξερε τα πάντα και του ήταν πραγματικά
ένα στήριγμα σε όλα. Θα κατέρρεαν, μιας και ήταν μια συνηθισμένη μικροαστική
συντηρητική οικογένεια. Βλέπεις η Ρούλα τους είχε πιάσει «στα πράσα» στο νησί
πριν δύο καλοκαίρια και έτσι έγινε αυτόκλητα ο φύλακας άγγελος του Μάριου, του
αδελφού της, αφού του είχε τεράστια αδυναμία.
Τελειώνοντας
το μπιλιάρδο ήταν αποφασισμένος να μιλήσει και στον Αλέκο, ξεκάθαρα πια. Χωρίς
μισόλογα. Είχε μέσα του αμφιβολίες, αν θα τον καταλάβει πραγματικά δηλαδή, αλλά
θα έπαιρνε το ρίσκο μιας και τα πράγματα είχαν φτάσει στο απροχώρητο.
Το είχε
αποφασίσει να φύγει. Μαζί με τον Φάνη σκεφτόντουσαν να πάνε να νοικιάσουν ένα
σπίτι στο κέντρο. Μακριά από το νησί και τον σκατένιο μικρόκοσμο τους, μακριά
από την γειτονιά των προαστίων και τη δήθεν ανεκτικότητα στη διαφορετικότητα·
την δήθεν διακριτικότητα.
Δηθενάδες
και υποκριτές όλοι τους. Είτε στην πόλη, είτε στην ελληνική επαρχία, που η μόνη
διαφορά τους δεν είναι η ποιότητα των ανθρώπων αλλά το χάσιμο μέσα στην
καθημερινότητα και την γιγάντωση -σε όλα τα επίπεδα- του αστικού τοπίου. Συνήθως
ισχύει αυτό και το ξέρει πολύ καλά: όσο πιο μικρή μια ελληνική κοινότητα
ανθρώπων (είτε λέγεται αυτή μικρή πόλη, είτε κωμόπολη, είτε μεγάλο ή μικρό
χωριό) τόσο πιο πολύ οι άνθρωποι σε κρίνουν κακόβουλα, υστερόβουλα,
κακοπροαίρετα, ιδιοτελώς βγάζοντας τα δικά τους κόμπλεξ, ανασφάλειες, ταμπού, φόβους
στην κριτική τους απέναντι σου· που πάντα κύριο σκοπό θα έχουν να
δικαιολογήσουν -κυρίως μέσα τους- τα δικά τους πεπραγμένα στη προσωπική τους στάση
ζωής.
Το
μεγαλύτερο όνειρο του Μάριου ήταν να γίνει ηθοποιός θεάτρου. Το λάτρευε το
θέατρο και μισούσε τα ΤΕΙ που είχε περάσει. Απλά έκανε λάθος και πλέον κατάλαβε
πως δεν του άρεσε. Είχε δικαίωμα -όπως κάθε άνθρωπος- στο λάθος. Ήθελε να δώσει
εξετάσεις και να περάσει στο Εθνικό. Αυτό ήταν και το σημείο τριβής με τον
πατέρα του. Ακόμα.
Είχε
κάνει μια ερωτική σχέση στο Λύκειο με μια κοπελιά που τη γούσταρε από το
Γυμνάσιο. Δεν ευδοκίμησε αυτή η σχέση όμως. Πολύ γρήγορα κατάλαβαν και οι δύο
πως δεν ταίριαζαν, παρά το πρώτο πάθος και το νεανικό ενθουσιασμό που τους είχε
συνεπάρει. Και των δύο ήταν η δεύτερη φορά. Ο Μάριος απλά δεν είχε σπάσει την “παράδοση”
που ήθελε οι ηλικίες των αγοριών στην εφηβεία μεταξύ 14 με 16 να
ξεπαρθενιάζονται παίρνοντας το -“αισχρό” για εκείνον- «βάπτισμα του πυρρός»
μέσα στα μπουρδέλα του κέντρου.
Δεν
ξαναπάτησε από τότε. Νόμιζε πως μολύνθηκε η ψυχή του. Όχι από τις πουτάνες βέβαια
αλλά από το αγοραίο συναίσθημα του εμπορεύματος που πλημύρισε αυτή η «συναλλαγή»
το σώμα του. Γρήγορα ξεπέρασε το σοκ
εκείνο -νέος ήταν- και τα έφτιαξε με τη Μαρία στο Λύκειο. Αφού τα χάλασαν
τελικά, σχεδόν με αμοιβαία συναίνεση, έμελε το καλοκαίρι εκείνο στο νησί να
αυτοπροσδιορίσει τον εαυτό του σεξουαλικά μέσω του Φάνη και να τον ερωτευτεί
τρελά.
Ο Φάνης δεν είχε τέτοια μπερδέματα. Από μικρός ήξερε τι ήθελε και το είχε απλά διεκδικήσει όσο μπορούσε μέσα από το καταπιεστικό μικρόκοσμο της ελληνικής επαρχίας. Προσπαθούσε ο Φάνης να μη δίνει λαβές στα κουτσομπολιά και να είναι όσο γίνεται πιο διακριτικός. Τον έπνιγε όμως αυτό. Και ο ερχομός του Μάριου στη ζωή του τού έδωσε φτερά και άρχισε πάλι να ονειρεύεται.
Ο Φάνης δεν είχε τέτοια μπερδέματα. Από μικρός ήξερε τι ήθελε και το είχε απλά διεκδικήσει όσο μπορούσε μέσα από το καταπιεστικό μικρόκοσμο της ελληνικής επαρχίας. Προσπαθούσε ο Φάνης να μη δίνει λαβές στα κουτσομπολιά και να είναι όσο γίνεται πιο διακριτικός. Τον έπνιγε όμως αυτό. Και ο ερχομός του Μάριου στη ζωή του τού έδωσε φτερά και άρχισε πάλι να ονειρεύεται.
Στη
Ρούλα θα αναζητούσε την κατάλληλη συμμαχία ο Μάριος για τα πρώτα του βήματα
στην ανεξαρτητοποίηση. Ήταν μεγαλύτερη του, έπαιρνε καλό μισθό στην τράπεζα όπου
εργαζόταν, και θα τον βοηθούσε στην αρχή να νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα στο
κέντρο. Εξάλλου εκείνη του το είχε προτείνει εδώ κι αρκετό καιρό από μόνη της.
Γιατί απλά ήξερε πως ο μικρός της αδελφός θα είχε προβλήματα αν έμενε στο ίδιο
σπίτι με τους γονείς τους.
Δε θα
παρατούσε τη δουλειά του στην αποθήκη μέχρι να πάει στο στρατό, αλλά αύριο
κιόλας θα πήγαινε να πάρει την ύλη και να ρωτήσει τα πάντα για την εγγραφή και
τις εξετάσεις στο Εθνικό. Το πρώτο από της παλαιάς κοπής ινδάλματα του στο
θεατρικό σανίδι ήταν ο Δημήτρης Καταλειφός, ενώ το δεύτερο από τη νεότερη γενιά
ήταν ο Τάσος Νούσιας. Είχε παρακολουθήσει πολλές θεατρικές παραστάσεις, όσο του
το επέτρεπαν τα οικονομικά του. Πήγαινε τις περισσότερες φορές μόνος του μιας
και δεν έβρισκε παρέα για να πάει και είχε βαρεθεί να παρακαλάει φίλους και
γνωστούς.
Δεν
ήξερε που θα έβγαινε όλο αυτό. Απλά προσπαθούσε να στηριχτεί στις δυνάμεις του
και να προχωρήσει· και στην τελική άσχετα με το τι θα αποφασίσει να κάνει ο
Φάνης. Χωρίς άλλες αναβολές και χωρίς άλλα Πρέπει. Και όπου βγει. Και ότι
γίνει.
Αυτή τη
φορά άκουσε Μέσα του. Αφουγκράστηκε το Είναι του. Συμφιλιώθηκε με τον Εαυτό
του. Και τελικά ακολούθησε τα Θέλω του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου