Ήμουν
λέει κάπου και κάτι έκανα, κάπου δούλευα ή σαν απλός επισκέπτης, σ’ ένα παλιό
εργοστάσιο, ίσως κάποιους παλιούς συναδέλφους είδα στη δουλειά. Ένας
μαντρότοιχος ψηλός, καγκελωτό το προαύλιο, λασπωμένοι δρόμοι, μια περιοχή στη
σφαίρα των ονείρων μου ξαναζούσα. Γκρίζοι οι τοίχοι, βαθιά η εγκατάλειψη
φαινόταν στα χρώματα απ’ το φως, οι σκιές να δείχνουν τις ρωγμές του χρόνου
στις κατασκευές.
Ο
χρόνος είχε σταματήσει; Γκρίζος ο ουρανός, βροχερός; Μουντό το τοπίο αλλά εγώ
εκεί, να είμαι ένα κομματάκι στο παζλ αυτό το μονόχρωμο.
Κι εσύ
να είσαι εκεί, μελαχρινό μου όνειρο, να μου έχεις πλέξει κάτι κάλτσες και να
μου τις έχεις δώσει, τα χέρια σου συνέχεια απασχολημένα, συνέχεια γεμάτα ή έτσι
θυμάμαι τουλάχιστον, κι εγώ να τις είχα ξεχάσει -μάλλον- σε ένα παλιό κατάστημα
με ηλεκτρονικά παιχνίδια.
Έψαχνα
να βρω κάποια cents (ίσως
ήμουν -ξανά- στην Αμερική) για να συνεχίσω το παιχνίδι. Τι έπαιζα άραγε; Δεν
θυμάμαι. Ένα παλιό -σαν τζουκ μποξ- παιχνίδι στημένο σε ένα τοίχο σκούρο, από
αριστερά να μπαίνει το φως και κοιτώντας δεξιά η αίθουσα να συνεχίζει να
μακραίνει και να σκουραίνει.
Εσύ,
στο επόμενο κάδρο, ζωγράφιζες κάτι απίθανα σχέδια στον καμβά, ήσουν και
ζωγράφος πράγμα που είχα ξεχάσει ή απλά δεν ήξερα.
Στο
τέλος σε είδα να το κάνεις, με τόση χάρη κι ομορφιά, φωτεινή, με τόση ηρεμία και
γαλήνη στο πρόσωπο σου, να απλώνεις τα χρώματα σε κάτι ομόκεντρους κύκλους,
περίεργα σχεδιασμένους, ακανόνιστα σχεδιασμένη αυτή η γραμμή, αιχμηρή αλλά και
τόσο απαλή τόσο οικεία, με μία αρχή, σαν ένα μακρύ σαλιγκάρι της θάλασσας, με
το μπλε να κυριαρχεί στο πινέλο σου.
Χρώματα
γέμισαν το κάδρο ξαφνικά που ξεχείλισαν από αυτό το ξέσπασμα του πινέλου!
Ιριδίζουσες αποχρώσεις ενός μουσαμά διάφανου...
Πήγαμε
να αποχαιρετιστούμε, γιατί μάλλον εγώ έφευγα. Σου ζητώ να μου δώσεις κάτι από
εσένα για να σε θυμάμαι. Θυμήθηκα ή τις θυμήθηκες εσύ, τις κάλτσες. Σου ζήτησα
και κάτι άλλο να μου πλέξεις, αλλά -μάλλον- εσύ ήθελες να μου δώσεις μόνο
αυτές.
Μου τις
δίνεις, αλλά σου ζήτησα να μου γράψεις και το όνομα σου μ’ αυτό που σε φώναζα,
μ’ αυτό που σε ήθελα. Δεν θυμάμαι αν τελικά το έκανες ή απλά το είχες κάνει ήδη
αυτό, αλλά αυτό τελικά ήταν η αφορμή να έρθουμε πιο κοντά, με τα χείλια μας σε
πρωταγωνιστικό ρόλο, σ’ αυτόν τον καμβά που είχαμε φτιάξει μαζί.
Ερχόμαστε -επιτέλους... πόσο σε ήθελα!- πιο σιμά, μια αγκαλιά και
φιλιόμαστε τόσο γλυκά... Το μέλι είναι τόσο πικρό, δεν μπορεί να περιγράψει
αυτή της αφής αίσθηση, αυτή την υγρή τρυφεράδα...
Ξύπνησα τελικά με την γεύση αυτή στο στόμα. Έστω και για μερικά,
τοσοδούλια, δευτερόλεπτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου