Άστεγα Όνειρα [1] 6-9-2009, 18:10 Νέα Μάκρη
Γυρνούσε σαν χαμένος. Πότε
εδώ στο καινούργιο σπίτι που έφτιαχνε και πότε εκεί στο μικρό δυαράκι του.
Αυτό το καινούργιο σπίτι που
έφτιαχνε ήταν ένα μικρό, μόλις εβδομήντα
τετραγωνικά σπίτι, με ισόγειο και ένα όροφο· συγκοινωνούντα δοχεία με μια
εσωτερική σκάλα από ξύλο και μάρμαρο. Μια σκάλα που δεν του άρεσε. Και ένα
υπόγειο πολύ ευρύχωρο που χωρούσε όλα του τα εργαλεία και επικοινωνούσε
εξωτερικά με το άλλο σπίτι.
Γυρνούσε σαν χαμένος, πότε
εδώ και πότε εκεί, προσπαθώντας να βρει μια ζεστή καθαρή φωλιά για τα όνειρα
του, κάποιο καταφύγιο να στεγνώσει το κορμί του λες και ήταν ένας βρώμικος
άστεγος που έψαχνε εναγωνίως για κατάλυμα, μια βροχερή μέρα του φθινοπώρου…
όταν όλα δεν είχαν βρει τη θέση τους μέσα του. Πουθενά δεν ήταν ευχαριστημένος,
πουθενά δεν έβρισκε την ησυχία του όπως έλπιζε.
Ήξερε βέβαια μετά από τόσα
χαστούκια, της μοίρας αλλά και από το δικό του χέρι, πως όπου και να κρυφτείς,
όπου και να πας, όσο και μακριά να φτάσεις η πάλη με τους φόβους μας, τις
ανασφάλειες μας και τα λάθη μας στο παρελθόν -και μη ξεχνάμε πως κάθε λεπτό που
περνάει είναι παρελθόν!- θα μας κυνηγούν μέχρι να βρουν λύσεις, διεξόδους, φως
ή σκοτάδι, απάγκιο ή κάπου απλά για να ταφούν σε μια γωνίτσα της πολυπρόσωπης
και πολυτάλαντης καρδιάς μας.
Τόση πολυτάλαντη είναι αυτή
η καρδιά που ενώ είναι η κινητήρια δύναμη του σώματος μας κάνοντας τον
αεροπόρο, τον γεωργό, το ναυτικό ή τον πυροσβέστη υπακούοντας δηλαδή στης
μοίρας την εξουσιαστική δύναμη αναλόγως ποιο στοιχείο της φύσης -αέρας, γη,
νερό ή φωτιά- μας κυβερνά εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμούλα, από την άλλη
μεριά, δε μπορεί να κάνει τίποτα για το πνεύμα που ζωογόνα δύναμη του είναι η
ψυχή.
Αχ κι αυτή η ψυχή!
Να είναι τόσο απλή και αν
τρέφεται με ασήμαντα μικρά απλά και ταπεινά καθημερινά πραγματάκια… όπως ας
πούμε όταν ένα χάδι πρωινό σαν φιλί έρθει και σ’ αγγίξει πριν να σηκωθείς από
το κρεβάτι. Όπως όταν μια ανάσα, μια ζεστή καυτή ανάσα, σου ζεσταίνει το στέρνο
ένα κρύο παγωμένο πρωινό του χειμώνα. Όταν δε σε σπρώξουν για να μπουν πιο
γρήγορα από εσένα που βγαίνεις από το συρμό στη στάση, αλλά παραμένουν στην
άκρη με υπομονή και ευγένεια στα μάτια. Όταν χτυπήσει το τηλέφωνο και ακούσεις
μια πολύ γνωστή φιλική φωνή να σε ρωτήσει αν είσαι καλά κι αυτό να το
καταλαβαίνεις πως είναι από πραγματικό και όχι από προσποιητό ενδιαφέρον.
Απλά καθημερινά πραγματάκια
που πηγάζουν όμως από την ουσία των πραγμάτων. Από το απόσταγμα της καλής
στόφας της ζωής. Ώωω ναι γιατί υπάρχουν και πραγματάκια που
πηγάζουν από την κακή στόφα της ζωής όπως ας πούμε να κλειδώσουν τη ψυχή και τη
καρδιά σου οι φόβοι για το άγνωστο και για το νέο.
Σημασία έχει όμως πως ο Αχιλλέας
Ελάτης ήξερε πως το πνεύμα δε ζει χωρίς το σώμα. Και πως το σώμα δεν κάνει
ρούπι χωρίς το πνεύμα. Ήξερε δηλαδή πως η καρδιά και η ψυχή, η ψυχή και η
καρδιά τρέφεται η μια από την άλλη. Η δίψα για τη ζωή της μιας έδινε το
εναρκτήριο λάκτισμα και στην άλλη. Μόνο μαζί ως ένα, ήξερε ο Αχιλλέας, μπορούν
να κάνουν έναν άνθρωπο πραγματικά ευτυχισμένο και πραγματικά υγιή.
Κάνοντας την ψυχανάλυση του
ήξερε πως η ψυχή του ήταν μόνη, έρημη σε άνυδρο τοπίο περιπλανώμενη. Δεν
έβρισκε αναπαμό, δεν έβρισκε ένα δέντρο να ξαποστάσει, μια πηγή για να πιει,
ένα βράχο να στηριχτεί… Έτσι μόνη και αβοήθητη ήταν βορά στους ανέμους και στις
θύελλες, στις αστραπές και στις καταιγίδες. Ένας αλήτης σπουργίτης χωρίς φωλιά.
Ένας μοναχικός μετανάστης μέσα στην ίδια του τη πατρίδα.
Βέβαια η καρδιά έκανε αυτά
τα τελευταία δύο χρόνια τον πυροσβέστη. Ήταν η εποχή της φωτιάς και δεν
προλάβαινε να σβήνει όλα τα μέτωπα: δε βοηθούσε βέβαια κι ο καιρός κι όλο
φυσούσε δυνατός αέρας, δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένη με έργα πρόληψης αλλά
και στη τελική ούτε και τα κατάλληλα μέσα καταστολής είχε προμηθευτεί: μια καλή
στολή ανθεκτική είχε με ρούχα, γάντια, και κράνος πυρίμαχα και μια γενναία
καρδιά με το κουράγιο και τη δύναμη εκατό καλά ανθεκτικών καρδιών να την
βοηθούν και να της δίνουν τροφή.
Όμως τα μέτωπα ήταν μεγάλα,
δεν είχε άλλα μέσα τεχνικά ή ανθρώπινης βοήθειας -έμψυχα μέσα το λένε!- για να
αντέξει όλα αυτά τα χρόνια. Πέντε χρόνια πάλευε μόνη της.
Τα τρία πρώτα χρόνια ήταν τα
χρόνια που έκανε το ναυτικό προσπαθώντας να δαμάσει τα κύματα και να βάλει
πλώρη για καινούργιο ταξίδι. Όμως μια Αυγουστιάτικη μέρα, μια ηλιόλουστη
λαμπερή καλοκαιρινή υπέροχη μέρα έπεσε στις τύψεις, στις ενοχές, στις
αμφιβολίες, στους φόβους που τα λάθη του έκαναν με τη μορφή μιας ξέρας να
βουλιάξει το καράβι και από την άσπρη στολή η καρδιά να ντυθεί τη πορτοκαλί φωσφορίζουσα
στολή…
Και ενώ έσβηνε τις φωτιές,
εκείνες τα βράδια κυρίως με τη μορφή της μοναξιάς αναζωπύρωναν ξανά και στάχτες
σκέπαζαν το αγνάντι της καρδιάς του.
Και αν η καρδιά δεν έχει
αγνάντι να βλέπει μπροστά τον ορίζοντα είναι εντελώς έρμαιο της τύχης και των
γεγονότων που την προλαβαίνουν χωρίς να μπορεί κάτι να ελέγξει και να προλάβει.
Αλλά έτσι είναι η καρδιά: δε
βλέπει με τα μάτια αλλά αφουγκράζεται τα συναισθήματα της ψυχής και προχωρά. Ή
τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να ήταν η καρδιά. Έτσι να λειτουργούσε.
Αλλά όταν η καρδιά είναι
μοναχή χωρίς τη ψυχή τα πράγματα είναι δύσκολα. Η καρδιά πρέπει να έχει αγνάντι
όταν είναι μοναχή. Αχ αυτή η ψυχή! Πάντα θα ψάχνει το άλλο της μισό αφήνοντας
μόνη και απροστάτευτη τη καρδιά, έρμαιο της μοίρας και των γεγονότων που πάντα
θα την προλαβαίνουν…
Άστεγα Όνειρα [2] 6-9-2009, 23:13 Νέα Μάκρη
Τα λεπτά, οι μέρες, οι
βδομάδες, οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν βασανιστικά. Όλα τα ταλέντα είχε
αναπτύξει και εξασκήσει καλά η καρδιά του Αχιλλέα εκτός από αυτή του γεωργού.
Μια φορά για κάποιος λίγους μήνες δούλεψε στο χωράφι της ζωής και προσπάθησε να
σπείρει αλλά δεν έβρισκε τους σπόρους ενώ μια άλλη για κάποιες λίγες βδομάδες
το προσπάθησε αλλά έχασε τον προσανατολισμό της και δεν έβρισκε το χωράφι.
Έτσι η καρδιά του Αχιλλέα
αβοήθητη από τη ψυχή που ήταν μόνη της δεν είχε αγνάντι. Κι όλο προσπαθούσε
περνώντας και τον επόμενο λόφο να δει λίγο ξάστερο ουρανό, λίγο γαλάζιο
ορίζοντα…
Πίστευε πως η καρδιά ήταν
σαν το δελφίνι λίγο μαλακή από η μια, λίγο σκληρή από την άλλη και μια
ευαίσθητη χορδή να συνδέει αυτά τα δύο σαν ομφάλιος λώρος. Σαν αυτό το πιστό
σύντροφο νόμιζε πως ήταν η καρδιά ο Αχιλλέας.
Διάβαζε και σημείωνε:
σελ. 19
Ναι έτσι είναι μάτια μου.
Έτσι είναι.
Υπάρχουν άγρια θεριά εκεί
έξω
καλυμμένα με όμορφα
σαγηνευτικά ηδονικά ρούχα,
καλυμμένα με γραβάτες
και κουστούμια και προβιές
που προστάζει η μόδα.
Σιγανά ποταμάκια
που σε πνίγουν χωρίς να το
πάρεις χαμπάρι…
σελ. 37
Είναι μερικές φορές. Τόσο
λίγες, τόσο σπάνιες, τόσο πολύτιμες.
Μέχρι τις επόμενες…
σελ. 41
Τίποτα από αυτά που σου
δείχνει η Ζωή δε στα χαρίζει.
Στ’ αποκαλύπτει απλώς.
Σ’ αφήνει να τα περιεργαστείς.
σελ. 54
Που είναι το κοχύλι με τα
τραγούδια μου;
σελ. 76
Η αγάπη δεν είναι αφίσα
για να ξεκολλήσει μ’ ένα
φύσημα του αέρα.
Η πραγματική αγάπη
χύνεται στο αίμα από μια
τρύπα της ψυχής…
σελ. 78
Αν τους χαμογελάσω
θα έρθουν να μου
τραγουδήσουν στο κατώφλι μου;
σελ. 81
Ευτυχώς που εκτονώνομαι έστω
κι έτσι…
σελ. 103
Ένα χαμόγελο χωρίς ίσκιο να
περνά από ένα πέρασμα παρακαλώ!
σελ. 231
Τίποτα δεν είναι στη ζωή το
παν!
Έχει και παρακάτω…
Έχει κι άλλο…
Προχώρα λοιπόν.
Ξεκόλλα!
Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου
από τα όνειρα…
σελ. 234
Ένα είναι σίγουρο!
Ο έρωτας δεν έρχεται μόνο
μια φορά,
όπως πιστεύουν οι αυτιστικοί
του ρομαντισμού!
Ο έρωτας έρχεται αρκεί να
τολμάς!
σελ. 252
Οχυρωμένες ψυχές…
σελ. 264
Το χρώμα του φιλιού σου
ψάχνω…
σελ. 298
Κι εγώ λυπάμαι…
σελ. 332
Γαμώ τις θεωρίες σας!
Που να βρω ένα παρεάκι;
σελ. 361
Ελεύθερα!
Μόνο μη σε πάρει ο ύπνος!
Διάβαζε και σημείωνε από το
“βασίλισσα της χίμαιρας” της Αλκυόνης Παπαδάκη των εκδόσεων Καλέντης τις
σκέψεις του πάνω στο χαρτί. Γιατί αυτό έκανε πάντα «σκέψεις στο χαρτί» έγραφε:
ούτε ποιήματα, ούτε στίχους, ούτε λογοτεχνικά πεζά οποιουδήποτε χαρακτηρισμού.
Οποιονδήποτε άλλο χαρακτηρισμό των γραπτών του κειμένων θα τον θεωρούσε
ανούσιο, κομπλεξικό, γεμάτο από έπαρση, φόβους, σνομπισμό και άκρατο ψωνισμό…
Οι σκιές των κεριών έπεφταν
στο χώρο σαν λύτρωση εξ ουρανού μιας κι ο τελευταίος του έκανε παρέα εκείνο το
βράδυ κλαίγοντας μαζί του χαμηλόφωνα με μια απαλή βελούδινη ποτιστική βροχή. Μόνο
κάτι λάμψεις φώτιζαν το τοπίο από το ανοιχτό μπαλκόνι δίνοντας μια πιο τρομακτική διάσταση στην ατμόσφαιρα. Κάτι
θόρυβοι με μπάσα παρατεταμένη βοή αργοπορούσαν συνοδεύοντας τις λάμψεις του
ουρανού.
Είχε κάνει πολύ δειλά την
εμφάνιση του το φθινόπωρο αρχές του Σεπτέμβρη.
Την αγαπούσε πλέον τη βροχή
πολύ.
Με αυτό τον τρόπο
συντρόφευαν τη δακρυσμένη του καρδιά και τη μοναξιά της ψυχής του. Μ’ αυτό τον
τρόπο οι σταγόνες της βροχής έκρυβαν τα δάκρυα που κυλούσαν ασταμάτητα για
πέντε χρόνια από τα μάτια της ψυχής του και τη φωνή της καρδιάς του…
Άστεγα Όνειρα [3] 7-9-2009, 07:07 Αγία Βαρβάρα
Γυρνούσε σα χαμένος. Σάμπως
να μην ήξερε που να σταθεί, από πού να αρχίσει. Πότε εκεί και πότε εδώ.
Το καινούργιο σπίτι με το
δυαράκι απείχαν σαράντα πέντε χιλιόμετρα. Το ένα στη βορειοανατολική Αττική και
το άλλο στα δυτικά προάστια του λεκανοπεδίου της.
Το καινούργιο σπίτι δεν
ήθελε και πάρα πολλά για να τελειώσει, αλλά πάντως αρκετά για το κομπόδεμα του.
Το είχαν φτάσει οι γονείς του μέχρι κάποιο σημείο -συγκεκριμένα μέχρι τα
σοβατίσματα- κι αυτός βάλθηκε να το τελειώσει με ότι οικονομίες είχε στη άκρη
αλλά και με πολύ προσωπική δουλειά, αφού έπιαναν τα χέρια του σε πολλά πράματα:
τι υδραυλικά, τι θέρμανση, τι ηλεκτρολογικά, τι κλιματιστικά, τι σοβατίσματα
και χτισίματα, τι καλουπώματα και μπετά, τι μεταλλικές κατασκευές… Ναι έπιαναν
τα χέρια: σε άλλα βέβαια έκανε επαγγελματική και σε άλλα ερασιτεχνική δουλειά
ενώ πάλι αλλού μπορούσε να κάνει μόνο μερεμέτια και όχι ν’ ανοίξει μεγάλες
δουλειές. Η ουσία ήταν πως κέρδιζε από αυτό αφού δεν πλήρωνε μαστόρους για όλες
τις εργασίες που απαιτούντο. Εξάλλου εκτός από την «εργασιοθεραπεία» που
έκανε -όπως έλεγε την
ενασχόληση του αυτή με τις δουλειές του νέου του σπιτιού αλλά και για κάθε τι
που έπεφτε με τα μούτρα ξεχνώντας ή μάλλον προσπαθώντας να ξεφύγει το μυαλό του
από το παρελθόν και το τώρα- δεν απασχολούνταν σε κάποια εργασία τα καλοκαίρια
ως εκπαιδευτικός που ήταν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Σ’ αυτή την εργασία
δούλευε τα τελευταία έξι από τα τριάντα εννέα χρόνια που είχε στους ωμούς του.
Αισίως θα άρχιζε σε λίγο τον έβδομο χρόνο.
Το δυαράκι που είχε στα
δυτικά προάστια στην ουσία ήταν ένα κομμάτι από το πατρικό του σπίτι το οποίο
χώρισε σε ένα αρκετά άνετο τριάρι για τους γονείς του και ένα στριμωγμένο
δυαράκι για εκείνον, με μεγάλη κρεβατοκάμαρα. Άνετο ήταν για μια προσωρινή εργένικη
κατοικία. Απλά ο χωρόχρονος τον στένευε και τον έπνιγε αναζητώντας κάτι
καινούργιο, κάτι νέο, κάτι φρέσκο για να μη τρελαθεί. Ναι ήτανε πριν πέντε
χρόνια κομμάτια από ψυχολογικής απόψεως, όπως έγινε και πριν δύο από ένα
ναυάγιο σε μια ξέρα…
Άστεγα Όνειρα [4] 7-9-2009, 17:29 Αγία Βαρβάρα
Κι αυτή η μουντίλα του
καιρού…
Όλη τη μέρα είχε στο μυαλό
πώς να τελειώσει γρήγορα τις δουλειές που είχε να κάνει σήμερα και να στρωθεί
στο γράψιμο πριν τη βραδινή ταινιοθήκη της τηλεόρασης.
Δε του άρεσε πλέον να βλέπει
ταινίες στο dvd. Ένιωθε χειρότερα τη μοναξιά
του έτσι να τον περικυκλώνει. Ήθελε έστω κι έτσι να συμμετέχει σε κάτι που
εξελίσσεται τώρα ζωντανά μπροστά του έτσι όπως προβάλλεται μια κινηματογραφική
ταινία μέσα από τον τηλεοπτικό χρόνο. Λάτρευε πλέον τις δακρύβρεχτες
αμερικανιές γιατί ήταν λυτρωτικές γι’ αυτόν ειδικά όταν είχαν και happy end…
Λάτρευε από παιδί τον
κινηματογράφο. Αλλά τώρα δεν ήθελε πλέον να σπαταλά -σπατάλη πολλές φορές
έβλεπε το χρόνο αυτό στις σκοτεινές αίθουσες- το χρόνο που διέθετε για την
έξοδο του μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα συνήθως του κέντρου. Στα μεγάλα multiplex δεν πήγαινε τα σιχαινόταν: σιχαινόταν οτιδήποτε ήταν
για τεράστια μαζική κατανάλωση: fast food, cine multiplex, trendy in &
μοδάτες καφετέριες, club ή bar, στιλάτα και ντιζαϊνάτα restaurant, οτιδήποτε είχε σχέση με το life & style των
καιρών.
Το έδειχνε κι από το ντύσιμο
του που ήταν απλό μακριά από τη μόδα… Συνήθως ατημέλητο, πολλές φορές
αταίριαστο, και άλλες φορές βαρετό –τουλάχιστον έτσι ένιωθε, αφού πολύ αραιά
και που ανανέωνε την γκαρνταρόμπα του. Είχε πρόβλημα με τις αγορές: δεν του
άρεσαν καθόλου· τις σιχαινόταν κι αυτές.
Του άρεσαν τα μικρά
γουστόζικα μαγαζιά με στυλ και μεράκι από την προσωπική φροντίδα του ιδιοκτήτη
τους. Μικροί ζεστοί χώροι το χειμώνα και δροσεροί το καλοκαίρι. Με ωραία καλή
ποιοτική μουσική από όλα τα είδη που υποστηρίζουν την ωραία καλή ποιοτική
μουσική με μελωδία και στίχο και ας είχε προτίμηση στους έντεχνους Έλληνες
τραγουδοποιούς αυτό το διάστημα καθώς και στα Ελληνικά ροκ συγκροτήματα και
μπάντες. Έδινε πολύ σημασία το τι μουσική άκουγε μέσα σ’ ένα χώρο. Τον
αυτοπροσδιόριζε αυτόν τον χώρο το μουσικό άκουσμα· κι όχι μόνο σαν μουσική
παρουσία αυτή καθ’ αυτή αλλά και σαν ένταση. Τη μουσική την έβλεπε σαν μια
οντότητα που έπαιρνε δικαιωματικά το χώρο της μέσα σε κάθε μαγαζί όπου
απλωνόταν ο ήχος της. Αναλόγως πόσο χώρο έπιανε και ταυτόχρονα πόσο χώρο άφηνε
ελεύθερο για να συζητούν δύο άνθρωποι τότε αυτόματα γινόταν είτε φιλική, είτε
εχθρική, είτε αδιάφορη προς το χώρο και τους ανθρώπους που τον περιέβαλαν.
Από μικρός δε μπορούσε να
καταλάβει αυτή η ριμάδα η ένταση γιατί να σε τρελαίνει, είτε γιατί να σε
κοιμίζει… Σήμερα πιστεύει πως αν η ένταση της μουσικής σ’ ένα χώρο δεν αφήνει δύο
ανθρώπους να μπορούν να επικοινωνήσουν ουσιαστικά μέσω της ομιλίας -και όχι των
άναρθρων κραυγών- τότε η μουσική γίνεται εχθρική και απειλητική για τη ψυχή
του. Τουλάχιστον για εκείνον· σήμερα έτσι το έβλεπε αν και πιστεύει πως πάντα
αυτό πίστευε αλλά ο αέρας της νιότης δεν αφήνει και περιθώρια για πολλές
σκέψεις αφού οποιαδήποτε τέτοια σε βάζει στο πάγκο της απομόνωσης.
Αργότερα μεγαλώνοντας
καταλαβαίνεις την αξία της και την αξία του μαύρου προβάτου που προσπαθεί να
ξεφύγει από το κοπάδι των άσπρων που πάνε για σφαγή. Μπορεί το μαύρο να έχει ελάχιστες
ελπίδες να ξεφύγει τελικά από τον μπαλτά αλλά τουλάχιστον θα έχει τη συνείδηση
του ήσυχη πως προσπάθησε. Φοβού τα άσπρα προβατάκια που έχουν πετσί και καρδιά
λύκου -με την έννοια την κακή που έχουν προσάψει στο καημένο υπέροχο και υπό
εξαφάνιση ζώο- κάτω από το άσπρο τομαράκι τους…
Άστεγα Όνειρα [5] 9-9-2009, 17:01 Αγία Βαρβάρα
Διάβαζε και σημείωνε:
σελίδες 108, 112, 113, 135
και 136
Πίστη – Εμπιστοσύνη
Συγχώρεση – Άφεση
Ευγνωμοσύνη – Γενναιοδωρία
Λέξεις με δύναμη και
γενναιότητα.
Πράξεις καταλυτικές και
θαρραλέες…
σελίδες 63, 113 και 261
Αλήθεια και Ψέμα,
Φως και Σκοτάδι,
Άσπρο και Μαύρο…
… μήπως έχουν εκατό
αποχρώσεις ανάμεσα τους;
Διάβαζε και σημείωνε από το
“οι εκατό αποχρώσεις του άσπρου” της Πρίθι Ναίρ των εκδόσεων Πατάκη, τις
σκέψεις του πάνω στο χαρτί. Γιατί αυτό έκανε πάντα «σκέψεις στο χαρτί» έγραφε·
δεν του άρεσε ο οποιοσδήποτε χαρακτηρισμός να συνοδεύει τα γραφόμενα του…
Αυτό που τον ανησυχούσε
εκείνο το διάστημα ήταν πως μάλλον θα περνούσε και εκείνο το χειμώνα μόνος του…
Άστεγα Όνειρα [6] 14-9-2009, 19:25 Νέα Μάκρη
Πήγε σήμερα κάπου που είχε
να πάει καιρό, πολύ καιρό. Πως περάσανε έτσι τα χρόνια από τη τελευταία φορά
που είχε ανάψει ένα κεράκι στο παππού και στη γιαγιά του; Σα νεράκι…
Είχε πάει χθες Κυριακή και
μόλις είδε σ’ αυτή τη κατάσταση το μνήμα λυπήθηκε… και αγανάκτηση τον κυρίευσε
μαζί με τύψεις που του τρυπούσαν τη ψυχή…
Είχε γκρεμιστεί εσωτερικά
και όλα τα μάρμαρα είχαν ξεκολλήσει φρακάροντας ακόμα και την πόρτα! Σαν
βομβαρδισμένο τοπίο έμοιαζε…
Έβγαλε τα μεγάλα κομμάτια
μαρμάρου έξω από το μνήμα -ήταν οικογενειακό κοιμητήριο- και τα τοποθέτησε πάνω
σ’ αυτό στις άκρες του, ώστε να μη φορτώνει με επιπλέον βάρος την ήδη
βεβαρημένη από το καιρό σκεπή του μνήματος. Τα υπόλοιπα κομμάτια από σπασμένα
μάρμαρα, τούβλα και σοβάδες τα έβαλε μέσα σε χοντρές σακούλες βγάζοντας έξω τα
μπάζα και τοποθετώντας τα πίσω από το μνήμα. Τέλος καθάρισε σχολαστικά από τη
σκόνη όλο το μνήμα μέσα και έξω περιμετρικά.
Μαζί μ’ αυτόν ο παππούς και
η γιαγιά του είχαν εννιά εγγόνια αφού είχαν κάνει πέντε παιδιά. Στα μέσα του
Αυγούστου είχε περάσει και ένας πύρινος όλεθρος γύρω από το κοιμητήριο, ευτυχώς
χωρίς να το αγγίξει. Επίσης η κατάσταση του μνήματος ήταν αυτή εδώ και τρία
χρόνια περίπου…
Παρόλα αυτά ήταν ο πρώτος από τα εγγόνια -τα οποία
είχαν μια ηλικία που κυμαίνονταν από τα είκοσι τέσσερα έως τα πένητα δύο έτη- ο
οποίος ασχολήθηκε με τη μνήμη και την τιμή των προγόνων του.
Ήδη ένοιωθε και τύψεις που
είχε τόσα πολλά χρόνια -μάλλον αρκετά πάνω από μια δεκαετία!- να πάει και να
τους ανάψει ένα κεράκι… Και τα τελευταία δύο χρόνια είχε μια έντονη «συνομιλία»
με τον παππού του βλέποντας τον να τον κοιτάζει ψηλά από μια εικόνα κάνοντας
γυμναστική στο υπόγειο του
σπιτιού του. Επίσης τον είχε
πιάσει έντονα η επιθυμία τους τελευταίους μήνες να κάνει μια τέτοια κίνηση
μέχρι που το αποφάσισε σε ένα Κυριακάτικο απόγευμα.
Τώρα όμως δεν άναψε μόνο
κεράκια στο παππού, στη γιαγιά του και στη θεία του -αδελφή της γιαγιάς του,
αλλά έφερε και λουλούδια, όσο μπορεί για να τους απαλύνει την μοναξιά τους και
τη σύνδεση τους με τους ζωντανούς και να τους υπενθυμίσει πως δεν τους έχουν
ξεχάσει. Ζουν και αναπνέουν μέσα στη μνήμη τους, στην καρδιά και στην ψυχή
τους…
«Δεν πρέπει να ξεχνάμε…»
σκέφτηκε καθώς έφευγε από το κοιμητήριο…
Άστεγα Όνειρα [7] 15-2-2010,
00:22, Νέα Μάκρη
Διάβαζε κάτι
που είχε γράψει στις 1-1-2009 και πραγματικά δε μπορούσε να το χωνέψει και να
το πιστέψει πως:
1) από τις
αρχές του Οκτώβρη 2007 έχει κόψει μαχαίρι το κάπνισμα, 2) από τις 19 Μαΐου 2009
έχει κόψει εντελώς τη σύνδεση και την ενασχόληση με το internet, εκτός από τις ενημερώσεις που κάνει
στο blog του αραιά και
που από το σπίτι του αδελφού του, 3) πριν από το καλοκαίρι του 2009 έχει κόψει
τελείως τη ζάχαρη στον καφέ, ενώ από τις 18 Γενάρη 2010 έχει κόψει μαχαίρι τα
4) πολύ φαγητό, 5) ανθυγιεινό φαγητό και 6) εντελώς την τηλεόραση, ενώ 7) έχει
αρχίσει την γυμναστική!
Έκανε εφτά
πράγματα -το 7 τελικά παίζει μεγάλο ρόλο στη ζωή του… ή έτσι ο Αχιλλέας θέλει
να πιστεύει…!- για τα οποία είναι πολύ υπερήφανος αφού χρόνια πολλά τα
γυρόφερνε στο μυαλό του και βασάνιζε τις σκέψεις του.
Έκανε εφτά
πράγματα που τον άλλαξαν εξωτερικά -έχει χάσει ήδη 8 κιλά- αλλά κυρίως
εσωτερικά -τέρμα το καθισιό μπροστά από μια οθόνη- γεμίζοντας με αυτοπεποίθηση,
οξυγόνο και ζωή τις «μπαταρίες» του!
Στο τέλος της ημέρας διάβαζε ξανά:
σελίδα 231
Τίποτα δεν
είναι στη ζωή το παν!
Έχει και
παρακάτω…
Έχει κι άλλο…
Προχώρα
λοιπόν.
Ξεκόλλα!
Αυτή είναι η
έξοδος κινδύνου από τα όνειρα…
Κάποια όνειρα
έχουν αρχίσει να βρίσκουν στέγη τελικά…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου