Πήρε το μολύβι και άρχισε να σκαλίζει το τετράδιο γράφοντας πράγματα που τον πονούσαν. Αύριο είναι μια σημαδιακή μέρα, όπως ήταν και η χθεσινή. Χθες φορτώθηκε στην τσάντα του άλλον έναν Γενάρη και έτσι τους έφτασε συνολικά στους 50. Ακόμα δεν το έχει συνειδητοποιήσει, ακόμα δεν το έχει πιστέψει· ακόμα πονά.
Σαν αύριο πέρασαν δύο χρόνια από τον απροσδόκητο χαμό του πατέρα του. Κι αυτό ακόμα δεν το έχει χωνέψει: πως έφυγε τόσο ξαφνικά; Μια ώρα παιδεύτηκε μόνο. «Ασύλληπτο» τον έλεγε η μάνα του και εκείνη την ημέρα επιβεβαιώθηκε πως όντως ήταν τέτοιος: μοναχικός, που ούτε ήξερε κανείς τους τι πραγματικά σκεφτόταν.
Το κακό είναι πως σκέφτεται πως του μοιάζει. Αν και το κλείσιμο του ’19 δεν του άφησε και πολλά περιθώρια ώστε να το επιβεβαιώσει. Έκανε, μάλλον, διπλή ζωή. Ίσως είχε και αλλού δική του οικογένεια που είτε την βρήκε έτοιμη είτε την δημιούργησε. Πότε, που και γιατί άγνωστο. Ο πατέρας του ήταν ένα στρείδι ερμητικά κλειστό.
“Έφυγες τόσο ξαφνικά
Δεν προλάβαμε να σου ξαναπούμε αντίο
Να σου ξαναπούμε πόσο σε αγαπήσαμε
Ακόμα και ο μεγάλος σου γιος
Που όσο ήθελε την δική σου επιβεβαίωση
Τόσο εσύ δεν του την έδινες
Και τόσο εκείνος πείσμωνε
Ενώ εσύ ακόμα πιο πολύ
Σαν αύριο πέρασαν δύο χρόνια από τον απροσδόκητο χαμό του πατέρα του. Κι αυτό ακόμα δεν το έχει χωνέψει: πως έφυγε τόσο ξαφνικά; Μια ώρα παιδεύτηκε μόνο. «Ασύλληπτο» τον έλεγε η μάνα του και εκείνη την ημέρα επιβεβαιώθηκε πως όντως ήταν τέτοιος: μοναχικός, που ούτε ήξερε κανείς τους τι πραγματικά σκεφτόταν.
Το κακό είναι πως σκέφτεται πως του μοιάζει. Αν και το κλείσιμο του ’19 δεν του άφησε και πολλά περιθώρια ώστε να το επιβεβαιώσει. Έκανε, μάλλον, διπλή ζωή. Ίσως είχε και αλλού δική του οικογένεια που είτε την βρήκε έτοιμη είτε την δημιούργησε. Πότε, που και γιατί άγνωστο. Ο πατέρας του ήταν ένα στρείδι ερμητικά κλειστό.
“Έφυγες τόσο ξαφνικά
Δεν προλάβαμε να σου ξαναπούμε αντίο
Να σου ξαναπούμε πόσο σε αγαπήσαμε
Ακόμα και ο μεγάλος σου γιος
Που όσο ήθελε την δική σου επιβεβαίωση
Τόσο εσύ δεν του την έδινες
Και τόσο εκείνος πείσμωνε
Ενώ εσύ ακόμα πιο πολύ
Θυμάσαι που όταν ήμασταν παιδιά
Μας έκανες πονηρά «γιάντες»;
Μας έκανες πονηρά «γιάντες»;
Έφυγες, στερνά και αμετάκλητα
Και ούτε πρόλαβα να σου ξαναπώ πως σε αγαπώ
Ούτε πρόλαβα εκείνη τη χρονιά
να πάμε να πιούμε μια μπύρα ακόμη στη θάλασσα
Που μάλλον δεν την αγάπησες
Για επιβίωση και για να απομονωθείς πήγες
Από όλους και από όλα, να γίνεις καπεταναίος
Και ούτε πρόλαβα να σου ξαναπώ πως σε αγαπώ
Ούτε πρόλαβα εκείνη τη χρονιά
να πάμε να πιούμε μια μπύρα ακόμη στη θάλασσα
Που μάλλον δεν την αγάπησες
Για επιβίωση και για να απομονωθείς πήγες
Από όλους και από όλα, να γίνεις καπεταναίος
Ένα αίνιγμα ήσουν απροσπέλαστο· αμετακίνητο, σκληρό
Πιάναμε το διχαλωτό κοκαλάκι της κότας
Και το σπάζαμε· σε όποιον ήταν η βάση του
εκείνος προσπαθούσε να δώσει στον άλλον κάτι
Και να του πει γιάντες. Τότε κέρδιζε
Θυμάσαι;
Και το σπάζαμε· σε όποιον ήταν η βάση του
εκείνος προσπαθούσε να δώσει στον άλλον κάτι
Και να του πει γιάντες. Τότε κέρδιζε
Θυμάσαι;
Και εκείνος ο βράχος, ο αγαπημένος σου
Πάντα θα σε περιμένει να τον επισκεφτείς
Με την ψυχή σου· θυμάσαι;”
Πάντα θα σε περιμένει να τον επισκεφτείς
Με την ψυχή σου· θυμάσαι;”
1 σχόλιο:
Επίσης μέρος του κειμένου και ένα φωτογραφικό σχετικό αφιέρωμα θα βρείτε και εδώ στο άλλο μου blog "ΑΣΠΡΟ~ΜΑΥΡΟ":
https://seizethesky-whiteblack.blogspot.com/2021/01/giantes-yantes.html
Δημοσίευση σχολίου