ολωδίΕ | Είδωλο
17-10-2020
Τοίχος.
Πουθενά ρωγμή.
Κάνεις να φύγεις πατώντας προς τα πίσω, άτσαλα
Το βάρος σου δεν αντέχει η παλέτα
Σπάει και το σώμα σου σωριάζεται·
εκκωφαντικά
Ξυπνάς. Πόσα μέτρα διένυσες;
Που έπεσες; Που είσαι;
Ξεθολώνεις λίγο και προσπαθείς να συνέρθεις.
Δεν ξέρεις πόση ώρα ήσουν πεσμένος εκεί μέσα
«Για στάσου· πέτρες, υγρασία, μούχλα να μυρίζει…»
Και συνειδητοποιείς πως είσαι σε ένα παλιό πέτρινο πηγάδι
Πόσα μέτρα είναι μέχρι να βγεις πάνω;
Δεν μπορείς να δεις, είναι πίσσα σκοτάδι
Μια μεγάλη ατέλειωτη νύχτα απλώνεται εκεί έξω
Δίχως φεγγάρι, δίχως αστέρια, δίχως φώτα
Αλλά μια βαριά και ασήκωτη συννεφιά
Ζαλίζεσαι από το χτύπημα στα τοιχώματα του πηγαδιού
Πιάνοντας το κεφάλι σου βλέπεις να έχει λίγα αίματα
Κάθεσαι στην βάση του που ευτυχώς δεν έχει νερά
Αρχίζοντας να θυμάσαι· με τα λεπτά –ή τις ώρες;- να περνούν
Πώς έφτασες ως εδώ;
Εικόνες, πρόσωπα, γεγονότα· σαν ταινία,
να φεύγουν μπροστά σου σε fast-forward και να σε παρασέρνουν
Από μονοπλάνο αποτυπωμένα σε ασπρόμαυρα καρέ
«-Που είσαι; -Εδώ!», «-Τι ώρα είναι; -Τώρα!»
θυμάσαι εκείνα τα λόγια του βιβλίου που έγιναν και ταινία
Μόνος· και εδώ κάτω
Ίσως θα ήθελες να ήσουν εντελώς μόνος· και εκεί πάνω
Σαν να αρχίζει να χαράζει, κοιτώντας προς τα πάνω
Αλλά, το μάτι σου να πιάνει λοξά σαν μια αντανάκλαση
Κοιτάς ανάμεσα στις πέτρες και χώνεις το χέρι
Κόβεσαι.
Γυρνάς να δεις τι έφταιξε για το ματωμένο σου δάχτυλο
Το πιάνεις προσεκτικά, φέρνοντας το κοντά σου
Ένα σπασμένο αιχμηρό κομμάτι από καθρέφτη ο ένοχος
Βλέποντας αχνά να σχηματίζεται η φιγούρα σου,
μέσα του. Το αφήνεις.
Σηκώνεσαι και παρά τον πόνο
στο κεφάλι στο σώμα στα άκρα
πρέπει να μην ξεχάσεις·
το είδωλο σου να σιγοψιθυρίζει κομματιασμένο κατάχαμα:
«Έιι, κάποια στιγμή…
πρέπει να αρχίσω να σκαρφαλώνω…»
Πιάνοντας το κεφάλι σου βλέπεις να έχει λίγα αίματα
Κάθεσαι στην βάση του που ευτυχώς δεν έχει νερά
Αρχίζοντας να θυμάσαι· με τα λεπτά –ή τις ώρες;- να περνούν
Πώς έφτασες ως εδώ;
Εικόνες, πρόσωπα, γεγονότα· σαν ταινία,
να φεύγουν μπροστά σου σε fast-forward και να σε παρασέρνουν
Από μονοπλάνο αποτυπωμένα σε ασπρόμαυρα καρέ
«-Που είσαι; -Εδώ!», «-Τι ώρα είναι; -Τώρα!»
θυμάσαι εκείνα τα λόγια του βιβλίου που έγιναν και ταινία
Μόνος· και εδώ κάτω
Ίσως θα ήθελες να ήσουν εντελώς μόνος· και εκεί πάνω
Σαν να αρχίζει να χαράζει, κοιτώντας προς τα πάνω
Αλλά, το μάτι σου να πιάνει λοξά σαν μια αντανάκλαση
Κοιτάς ανάμεσα στις πέτρες και χώνεις το χέρι
Κόβεσαι.
Γυρνάς να δεις τι έφταιξε για το ματωμένο σου δάχτυλο
Το πιάνεις προσεκτικά, φέρνοντας το κοντά σου
Ένα σπασμένο αιχμηρό κομμάτι από καθρέφτη ο ένοχος
Βλέποντας αχνά να σχηματίζεται η φιγούρα σου,
μέσα του. Το αφήνεις.
Σηκώνεσαι και παρά τον πόνο
στο κεφάλι στο σώμα στα άκρα
πρέπει να μην ξεχάσεις·
το είδωλο σου να σιγοψιθυρίζει κομματιασμένο κατάχαμα:
«Έιι, κάποια στιγμή…
πρέπει να αρχίσω να σκαρφαλώνω…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου