400 20/3/2016
Τέσσερις η ώρα ήταν εκείνο το πρωινό,
όταν έφυγα και πήγα μια βόλτα να
ξελαμπικάρω κι
ενώ,
ευτυχία είναι αυτό που περιμένουμε να
'ρθει, τραγουδούσε σιγανά το ράδιο στο
κινητό, εγώ
τσίτωσα τα γκάζια κι άρχισα να περπατώ
γρήγορα, στους δρόμους της Πειραϊκής
καθώς
ράθυμα ακολουθούσα με τις άκρες των
ματιών τα λιγοστά φώτα της πόλης να
αχνοφέγγουν·
ατέλειωτες βόλτες στον Πειραιά παρέα με
τη λατρεμένη κι αγαπημένη, δίπλα μου,
γαλάζια
ομορφιά,
κρίμα που ήταν βράδυ και δεν την
έβλεπα, απλά άκουγα τη συνομιλία της με τα
βράχια,
όταν άρχιζε πια να αχνοφέγγει πάνω από
το βουνό του Υμηττού οι πρώτες ακτίνες
του ήλιου,
σιγά-σιγά μετά από δυο ώρες περπάτημα
και βάλε, άρχισε να με πιάνει η πικρή
νοσταλγία
ικανή να με βάλει κάτω πάλι σε
πολυσυζητημένες σκέψεις και εικόνες που δεν ζουν
πια,
απλά τις αφήνεις μέσα σου να πιάσουν το
χώρο τους, αφήνοντας στις νέες το σπόρο
και το νερό.
ο τίτλος "προφανής",
επετειακός και σύμφωνος
με τις καταθέσεις ψυχής στο stixoi.info
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου